- κοβαλτιοπενία
- ηιατρ. κατάσταση κατά την οποία ένας οργανισμός αδυνατεί να προσλάβει επαρκή ποσότητα τού ιχνοστοιχείου κοβαλτίου, που βρίσκεται συνδεδεμένο στο μόριο τής βιταμίνης Β12 σε μια ένωση γνωστή ως κοβαλαμίνη.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο σύνθ. < κοβάλτιο + πενία, απόδοση στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. cobalt deficiency].
Dictionary of Greek. 2013.